δυσόστωση

δυσόστωση
η
διαταραχή τής ανάπτυξης τών οστών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλειδοκρανιακός — ή, ό φρ. ιατρ. «κλειδοκρανιακή δυσόστωση» σπάνια συγγενής ανωμαλία κατά την οποία ενώ η ουσία τών οστών είναι φυσιολογική, η μορφή τους δεν είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cleidocranial < cleido (πρβλ. κλείς, δός) + cranial (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”